|
η анат. 1) мозговая оболочка; 2) виски #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мозговая оболочка? — μήνιγξ как на (ново)греческом будет слово виски? — μήνιγξ как с (ново)греческого переводится слово μήνιγξ? — мозговая оболочка, виски — παλαιστική — τακτ — απομυζώ — αλεξήλιον — ελαιοπολτός — ξaμπελίζω — κατηχητική — αλατοπιπερώνω — βροντισμός — σαλεπιτζίδικο — ασβεστώνω — κρομμυδόζουμο — πνίγηρότητα — θηλασμός — ανεπίμικτος — λιμοκτονώ — καταδιωκτικός — βουνοποριά — σεισμογραφία — τυροπιτάκι — ανεκδιήγητος |
|||