Новогреческий словарь
εκλήθη
εκλήθη
παθ. αόρ. от καλώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκλήθη
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αγνωρισιά
—
σελιδοποίηση
—
παρωθώ
—
νεογνολογία
—
εθνολάτρης
—
παραδοξολόγος
—
Ινδοευρωπαίοι
—
ασυνόψιστος
—
μυλοδεξαμενή
—
κατηγορητικός
—
ζωογονητικός
—
αλεπουδιά
—
αντίπραξη
—
βιβλιοδετώ
—
χειμωνιάτικα
—
λογούδικο
—
ζενιθιακός
—
δωρητής
—
νύσταγμα
—
φόλα
—
φλεγμονώδης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве