|
η фураж; корм (для вьючных животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фураж? — ταγή как на (ново)греческом будет слово корм? — ταγή как с (ново)греческого переводится слово ταγή? — фураж, корм — βιρτουόζος — στερεοτυπείο — παραδαρμένος — αρχαιογνώστης — ηγεμονικός — φαντασμός — καμινάδα — μονόζυγο — κατακρατώ — βραχύχρονος — ενυπογράφω — φιβρίνη — πταρμός — σχηματισμός — ματθιόλη — κερνώ — ημίτονο — ειλικρινά — σοσιαλδημοκράτης — αρχαϊστής — ξεγδαρμένος |
|||