|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινωφελία? — — προδιόρθωση — οινοποσία — ασμίκρυντος — ψιχαλητό — λείος — εμπορευματογνωσία — διαφεγγής — μπαούλο — εκκρούω — κοκκινομανίταρο — περιττοσύλλαβος — αχυρύς — περιέρχομαι — ανεξύπνητος — σιμιτεργάτρια — ξυλοπετεινός — αθόρυβος — μισοκατεστραμμένος — ελαττωματίας — εξόδευμα — πάπυρος |
|||