|
уст. деревянный; === ~ ίππος — троянский конь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревянный? — δούρειος как с (ново)греческого переводится слово δούρειος? — деревянный — δασύκνημος — οργοτόμος — σιωπή — επιφράττω — αρχαϊστικός — τέμπλον — ηδονικός — άξυλος — απηλογιέμαι — οχ — θωρηκτό — στανταρτισμός — χαρτοπαίγνιο — αυτοανακηρύσσομαι — ψυχαναλύτρια — ακολουθώ — μπουρζουαζία — ξυλοφόρτωμα — προχώρεμα — δυσκολοσήκωτος — κοσμοσωτήρας |
|||