Новогреческий словарь
ξεκαπελλώνω
ξεκαπελλώνω
снимать шляпу
(с кого-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снимать шляпу
? —
ξεκαπελλώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεκαπελλώνω
? — снимать шляпу
#
(ново)греческий словарь
—
ωχρομέλας
—
μισαποθαμμένος
—
άφθονος
—
καμουφλάρισμα
—
βαθουλωμένος
—
καλτσάτος
—
υποδηματοεπιδνορθωτήριο
—
μαγγανίζω
—
δεκαέξι
—
κόλακας
—
διαπότιση
—
Σταμάτιος
—
συνοριακός
—
ολόκληρος
—
τρικέφαλος
—
δεκατιστής
—
τελετουργώ
—
μπλουγούρας
—
τυφλίνος
—
πονεντομαΐστρος
—
δραματοποιός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве