|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταυτοποίηση? — — κοκκινίζω — τσακνάκι — βροντόλαλος — περισπώ — δύσφθαρτος — βαρηκοΐα — σωματώδης — σχηματοποίηση — εφίστιος — σοκαριστικός — κατσαπρόκος — αλώνι — φορμαλίνη — σκυλόβρισμα — σμήνος — καλλι- — αναγέλιο — προνοητικότητα — λιγότερο — κροκοδείλιος — αλιπάστωσις |
|||