|
: πνέω τά ~α — быть при смерти, быть при последнем издыхании #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λοίσθιος? — — αναλάμπω — μουτσούνα — διαδραματίζομαι — τρεμούλα — αμάτωτος — περιστήθιο — φάράγγι — επιβάλλομαι — ανθρωπότη — υπόφυση — κλειδοφύλακας — χηνούλα — λεχώνα — αποκαλυπτικός — διέγνωσα — συγκόλληση — ανατοκισμός — ξεκούμπισμα — φεγγαροντυμένος — προωστήρας — σολοικίζω |
|||