|
το шагомер; одометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шагомер? — οδόμετρο как на (ново)греческом будет слово одометр? — οδόμετρο как с (ново)греческого переводится слово οδόμετρο? — шагомер, одометр — νοθευτής — ωφελιμοκρατία — ολισθηρός — εσοδεύω — μουντζαλιά — αψυχόπονος — αρκουδιάρισσα — μποέμ — εναρμόνισις — Ρουμάνα — κονσερβοκούτι — δεξιώς — ριζικό — τρίστηλος — κρατητήριο — μοχθηρά — προσμανθάνω — γκιζεράω — πάτημα — βαριοκοιμάμαι — αγγελοφτιασμένος |
|||