|
το грудинка (животного); грудка (птицы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грудинка? — στηθούρι как на (ново)греческом будет слово грудка? — στηθούρι как с (ново)греческого переводится слово στηθούρι? — грудинка, грудка — επιφυτία — στωϊκότητα — υπερπροστατευτισμός — ανθρωπολάτρης — ξετσιπωσιά — αλληλοεξαπατώμαι — χρυσοχοϊκός — αμπάς — εννεαετηρίδα — αποχαλινώνω — κουταλάκι — ανεμοπόδαρος — θιός — εκπλέκω — τροβαδούρος — οινοπνευματόμετρο — σύν- — τεκνοποιητικός — διατίθεμαι — πνευμάτωση — διγλωσσία |
|||