|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρεμοφέγγισμα? — — διακηρυκτικός — ανταπεργιακός — επτάψυχος — αντεροβγάλτης — σπληνάντερο — ανελπισιά — λεπτομέρεια — νοσηλεύω — ζευλόλουρο — κροσσός — αποδιωγμός — παραγωγικός — γλάστρα — αρμοστής — προοίμιο — αγαθόφρων — ξηλωμένος — φιλήσυχος — ανομμένος — στούκας — επαρκής |
|||