|
ο пьяница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пьяница? — πότης как с (ново)греческого переводится слово πότης? — пьяница — πολυφλύαρος — γλωσσολογώ — σταθήτε — επαΐοντες — ιδιοφυΐα — στριφόκερος — λήγοντας — επιβάλλων — αργοροδάμας — ασυμφώνητος — σηρ — συμφιλιώνομαι — κόσμησις — φαλλιμέντο — καταντροπιάζω — δημοτικότητα — λάγνος — λεπτοκάρυον — τραγουδιστικά — εκτυπον — τερτσίνα |
|||