Новогреческий словарь
μελιτοκοκκίαση
μελιτοκοκκίαση
(-εως) η мед.
мальтийская лихорадка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мальтийская лихорадка
? —
μελιτοκοκκίαση
как с
(ново)греческого
переводится слово
μελιτοκοκκίαση
? — мальтийская лихорадка
#
(ново)греческий словарь
—
αισχροκέρδεια
—
πλασματάκι
—
απλόχερα
—
ανοργασμικός
—
θαμνώδης
—
περιύβριση
—
οικολόγος
—
ντιβάνι
—
καλαθοποιία
—
αντιπεριφερειάρχης
—
αποκρατικοποίηση
—
αδερφή
—
γναφείο
—
σβελτοσύνη
—
ηρώο
—
ματάρα
—
ακατάβλητος
—
ιππικό
—
ερυγή
—
απαρέσκομαι
—
διαπορία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве