Новогреческий словарь
καλαμαριά
καλαμαριά
η
чернильный прибор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чернильный прибор
? —
καλαμαριά
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλαμαριά
? — чернильный прибор
#
(ново)греческий словарь
—
εργατικότητα
—
αναμιμνήσκω
—
ενυφαίνω
—
χοντρόμαλλο
—
αδύναμος
—
νομιμοποίηση
—
αθυμιάτιστος
—
φιλοξενία
—
φλύαρος
—
βαλτονερουλιάζω
—
πασαλίκι
—
ψυχοπλακωτικός
—
αμπάντα
—
χαρτόδεμα
—
αυτόδηλος
—
ψυχοπατέρας
—
λειπανάβατος
—
δενδροτόμος
—
πουτανίστικα
—
απροειδοποίητος
—
παραξηγώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве