Новогреческий словарь
νεκρότητα
νεκρότητα
η 1)
мертвенность
;
2)
застой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мертвенность
? —
νεκρότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
застой
? —
νεκρότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
νεκρότητα
? — мертвенность, застой
#
(ново)греческий словарь
—
υπέρλευκος
—
τηλεπαθητικός
—
σπερματόφυλλο
—
κατασκευάστρια
—
ουζάδικο
—
κυβερνητικός
—
αλαταποθήκη
—
πολιότης
—
όντας
—
ξεπουπούλιασμα
—
Μασσαλιώτιδα
—
αμετάτρεπτος
—
φαρμακεμπορείο
—
χορτόπλινθος
—
χημειοτροπισμός
—
εντράτα
—
μεταλλακτήρας
—
συντυγχάνω
—
απροκατάληπτος
—
τηλεσημία
—
μονομέρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве