|
η древесная тля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово древесная тля? — δεντρόψειρα как с (ново)греческого переводится слово δεντρόψειρα? — древесная тля — δροσοβολώ — αποσβολώνω — φιλονικία — οχυρός — απαρτία — δόκτορας — καβαλλάρισσα — διαβιβαστικός — πανικοβάλλω — παρασκευάζομαι — ζωτικότητα — οινοβαρής — ενεργειακός — γαιανθρακώδης — ουραυλος — ρομαντικός — ξιδερά — τριχίας — μόδι — ναρκομανία — ξανθομάλλης |
|||