Новогреческий словарь
μοναρχικός
μοναρχικός
1)
монархический
;
~ό καθεστώς (πολίτευμα) — монархический строй, монархия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
монархический
? —
μοναρχικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοναρχικός
? — монархический
#
(ново)греческий словарь
—
όσπερ
—
λιθοδομή
—
παραβαίνω
—
αφροζυμωμένος
—
καταποδιαστός
—
παρασιτισμός
—
συμφωνώ
—
ξερόψωμο
—
ολοκλήρωση
—
ξελεπίζω
—
κινησιοθεραπευτικός
—
αρχός
—
ανεύφραντος
—
απιλογιάζω
—
γαλατούσα
—
αποξυλιάζω
—
αδιακρισία
—
βόνασος
—
αχαρτοσημαστός
—
κιρίσια
—
θεαματικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве