Новогреческий словарь
υδρόγειος
υδρόγει|ος
η :
~ (σφαίρα) — а) земной шар; б) глобус
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδρόγειος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χαστούκισμα
—
κώλαρος
—
άθαφτος
—
δακτυλογραφία
—
θησαύριση
—
αξιωματικά
—
προστυχούλης
—
μακαριά
—
καρφί
—
ραδιενέργεια
—
περισκοπικός
—
γιατροπόρεμα
—
ολοπόρφυρος
—
αμετασχημάτιστος
—
συνδαυλισμός
—
απροσμάχητος
—
επανακάμπτω
—
πρεμιέρα
—
ανυπόδητος
—
σαββατογεννημένος
—
μαυρογή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве