|
1) некормленый (особенно о ребёнке); 2) не получивший взятки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово некормленый? — αμπούκωτος как на (ново)греческом будет слово не получивший взятки? — αμπούκωτος как с (ново)греческого переводится слово αμπούκωτος? — некормленый, не получивший взятки — επιπληκτέος — χρονομετρικός — ακρόδετος — βαρελοσανίδα — ανεξαρτοποιούμαι — τραβηγμένος — λευκαντής — κυτταρινικός — νυχτοπάτης — εγκρατής — εξελέγην — κρότων — δυσμαί — νομοταγής — τριτοβάθμιος — αποβλακωτικός — αντίθαμα — ενταυτώ — χαντζαριά — γιαγλίδικος — κατευναστικός |
|||