|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γαντοφορεμένος? — — αριστερόστροφος — τσιγγουνιά — σφίξη — αμοιασιά — ταiνιοσκώληκες — χειρόμαντις — ακοστολόγητος — καλιά — αυτοεπίγνωση — δασμολόγιο — πυώδης — ακριβολόγος — περιβάλλω — δευτερίζω — ενυφαίνω — καμακίζω — αστροφάνεια — ουσιώδης — ιαματικά — νυχτοπαρωρίτης — δυσδιοίκητος |
|||