Новогреческий словарь
καντηλανάφτης
καντηλανάφτης
ο церк.
пономарь, дьяк
(зажигающий лампады)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пономарь
? —
καντηλανάφτης
как на
(ново)греческом
будет слово
дьяк
? —
καντηλανάφτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
καντηλανάφτης
? — пономарь, дьяк
#
(ново)греческий словарь
—
δυσάγωγος
—
καταπτοώ
—
εργατικός
—
ξεπεσμένος
—
ερημούμαι
—
πλάτη
—
οχ
—
ατομικότητα
—
ζωοτεχνικός
—
γυαλάδα
—
χρυσοκεντητής
—
βαθμολογία
—
ψυχοπλακώνομαι
—
τζάκετ
—
κοσμηματογράφος
—
στραβοδίβολος
—
τελάρο
—
οπτιμιστής
—
σκοτοδίνη
—
επιθέτω
—
λασκάρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве