|
η 1) щит; 2) зоол. аспид #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щит? — ασπίς как на (ново)греческом будет слово аспид? — ασπίς как с (ново)греческого переводится слово ασπίς? — щит, аспид — δράμι — ιώτα — ιατροσόφιον — εκειά — ευρέως — αβλόγητος — τιμοκατάλογος — εξακριβώνω — δανειοληπτικός — γερμανοτσολιάς — αντιπυρετικός — αποσπερού — προγονόπληκτος — αμπελώδης — αυτοδιάψευση — παραξεκοντακιάζω — διακόλλησις — αρθριτικά — βλασφημητικός — ναί — δακτυλιδένιος |
|||