|
заканчивать рытьё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заканчивать рытьё? — αποσκάφτω как с (ново)греческого переводится слово αποσκάφτω? — заканчивать рытьё — κοσμοθεωρία — ορνιθολογικός — κουρταλώ — ξεπρήζομαι — μονοθεΐα — βαφείο — συκόμορον — κοοδουνίζω — διαθλαστικός — ξαναγαπίζω — ζέω — προοδευμένος — αυτοκυβέρνητος — αποκοχλιώνω — χορτοβριθής — δέλλος — ηχομετρία — πλαγιοδρομώ — μισοτιμής — ρήση — νεόπλασμα |
|||