Новогреческий словарь
φωτερό
φωτερό
το 1)
слуховое окно
;
2) :
τά ~ά — прост. гляделки, фары
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слуховое окно
? —
φωτερό
как с
(ново)греческого
переводится слово
φωτερό
? — слуховое окно
#
(ново)греческий словарь
—
αντιρραχιτικός
—
δαγκώνομαι
—
μεταρρυθμιστής
—
αισθητής
—
πεντάδιπλα
—
υπαισθησία
—
ανήρ
—
χειμωνιάτικος
—
φουντουκύς
—
οικειοθελώς
—
απομονούμαι
—
γκάστρωμα
—
βορός
—
γιούρια!
—
ευκατέργαστος
—
στενόστομος
—
κούτικας
—
ελιξήριον
—
αυλαρχείο
—
απανωσιά
—
ομοεθνής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве