|
(αόρ. συμπαρέβαλα) сопоставлять, сравнивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сопоставлять? — συμπαραβάλλω как на (ново)греческом будет слово сравнивать? — συμπαραβάλλω как с (ново)греческого переводится слово συμπαραβάλλω? — сопоставлять, сравнивать — ακάλυπτος — μεγαλοκέφαλος — ομοιοπαθής — χαρούμενα — φανφαρόνικος — κέρωμα — δεκαεπταετία — παρατεταγμένα — χιλιάδα — χρονογραφικός — γεννητάτα — γεροσύνη — ποιμεναρχία — άξεστος — θρακιάς — ευνομός — ισότονος — πορθμεία — φορτοεκφόρτωση — αλλόκοτος — ηλεκτροπαραγωγικός |
|||