|
το гетто #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гетто? — γέττο как с (ново)греческого переводится слово γέττο? — гетто — κουκούνα — οροϊστορικός — αποθαμένος — καθαίρω — καραγκιοζλίκι — φορτσαρισμένος — εγωλάτρις — μουγκαλίζω — καταστηματαρχίνα — χαστουκιά — λειαίνω — απρόοπτα — ετεροχρωμία — λασκάρισμα — πινιάζω — φωτόλουτρο — στραβοτιμονιά — ακόρδο — πιατέλλα — μπερμπάντεμα — εγκοίλια |
|||