|
προστ. от βλέπω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιδές? — — δεοτερόκλαδος — εκτονωτικός — ανθυγιεινά — ανθοστόλισμα — μάζωμα — μοναρχία — επάλειμμα — παλευω — δοξολογώ — βλαστολόγία — ξεκοτσάρω — ψωρόχορτο — αρθρογραφώ — ζεματάω — επελθών — υποτιτλισμός — ηθικότητα — χίλια — παλικαριάτικο — διαφέντεμα — αδρασκελίζω |
|||