|
το 1) хим. актиний; 2) зоол. актиния #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово актиний? — ακτίνιον как на (ново)греческом будет слово актиния? — ακτίνιον как с (ново)греческого переводится слово ακτίνιον? — актиний, актиния — ακρέμαστος — γάμος — κατάπρωτος — εικονογράφημα — πάστα — κωχιάζω — υδρωπισμός — άπλυτος — πρωτόκολλο — κρασοκατάνυξη — λοστός — παρέλκυση — ανοσοποιητικός — αξεφύτρωτος — εγκεφαλοσάρκωμα — σέμνωμα — ανταίτησις — χάσμημα — στηθοσκοπία — τρεχαλητό — πληθωριστικός |
|||