Новогреческий словарь
ασφυρηλάτητος
ασφυρηλάτητ|ος
1)
некованый
(о металле);
2) перен.
не закалённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
некованый
? —
ασφυρηλάτητος
как на
(ново)греческом
будет слово
не закалённый
? —
ασφυρηλάτητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασφυρηλάτητος
? — некованый, не закалённый
#
(ново)греческий словарь
—
αριστοκράτης
—
κουαρτέττο
—
αποκωδικοποίηση
—
λιγότερος
—
πρεπόντως
—
φέρμα
—
προγυμνάστρια
—
προτίμηση
—
ρεζιλίκι
—
απλοποιούμαι
—
αντάρτης
—
δικατάληκτος
—
σιασμός
—
αντίβολο
—
πυραμίδα
—
ανακόλουθος
—
αναμαρτησία
—
επικήδειος
—
αγουστέλι
—
αφιέρωση
—
αράπικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве