|
плесневеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плесневеть? — λυθριάζω как с (ново)греческого переводится слово λυθριάζω? — плесневеть — πικρόγελος — πολυεδρικός — αναμιγνύω — διδακτικός — κρατήρας — αλάλητος — νοτιοδυτικός — ούρο — ξεκαπίστρωμα — συμβόλαιον — ατερμάτιστος — ταχύπλοο — ξεκαλτσώνω — άσκαβος — δυναμοδείκτης — μυστρίζω — μουγγός — μουστώνω — κηρόπιττα — δισκέτα — αναδημοσίευση |
|||