Новогреческий словарь
κέντισμα
κέντισμα
το
укол; укус
(насекомого и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
укол
? —
κέντισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
укус
? —
κέντισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κέντισμα
? — укол, укус
#
(ново)греческий словарь
—
μπαμπούλας
—
μελιτοεξαγωγεύς
—
φούρνάρικο
—
ομαλοποιούμαι
—
χαλιφατο
—
σπονδυλίτιδα
—
ανθρακοποίηση
—
αλυπία
—
αμπελιά
—
δαμασκηνιά
—
εξανθράκιση
—
επήκοον
—
συνδέτης
—
χημικοθεραπεία
—
αλεσμένος
—
φρούδος
—
αγκαλώ
—
ζαχαρολέμονο
—
σεντόνι
—
δημηγορία
—
απόσχολα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве