|
с.-х. вторично вспаханный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вторично вспаханный? — δίβολος как с (ново)греческого переводится слово δίβολος? — вторично вспаханный — μεσοχείμωνα — σχηματίζω — χλιαίνω — αναποδογυρίζω — γατσιόμαλλα — αμετάκλητος — πάμφτωχος — κατοχικός — τέλος — αλογοσύρτης — μαζικώς — σπαρνάω — ανάζωστος — δρομομετρία — αργιλώδης — αυτοκινητικός — τορευτός — αποθράσυνση — διεστώς — περίπλοκος — ανάφραντος |
|||