|
ο дающий жизнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дающий жизнь? — ζωοδότης как с (ново)греческого переводится слово ζωοδότης? — дающий жизнь — μετζήτι — πνθυμάω — νοσηλευτής — ανακόπτω — ανταιτίασις — ελαφρός — φορολογητέος — ακουτσούρευτος — μασιά — γονάτιο — αδικομάζωμα — χαλίκωμα — ρουσφετολογά — νοιάζει — απόξυσμα — θηλυκότητα — γερακότσιχλα — εξυβρίζω — κατωφέρεια — διαολίζω — γενικός |
|||