|
παθ. αόρ. от εκτρίβω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξετρίβην? — — αμαλγαμωτικός — φρουτοποτό — αρχιμουσικός — αιθάνιον — ξιφοθήκη — λυσσομανώ — γαλβανοσκόπιο — ξέσκεπα — ξεκούμπωτος — γκρεμίζω — καραγκούνισσα — λατρεύω — ζιβελίνη — υαλοποιός — φτερουγίζω — αρωματώδης — ιδανικό — γαιοχτήμονας — κηλίδωση — Αϊδημήτρης — βαοβάβ |
|||