Новогреческий словарь
σχολιανός
σχολιανός
праздничный
;
~ά ρούχα — праздничная одежда
;
===
τούψαλα τά ~ά του — [phrase]я ему дал нахлобучку[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
праздничный
? —
σχολιανός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχολιανός
? — праздничный
#
(ново)греческий словарь
—
σπινέλ(λ)ιο
—
ευκλείζω
—
γαΐτα
—
εσχαρώνομαι
—
διάσελα
—
διαστημόπλοιο
—
ωκυτόκιο
—
ψηφιδωτό
—
Κρητικιά
—
μολυβδίς
—
παραλιμνίως
—
υδροθώραξ
—
τοπογραφικός
—
στεναχωρημένος
—
διπλασίαση
—
κατωτερότητα
—
ηλεκτρογεννήτρια
—
πολτώδης
—
όχι
—
χαίτη
—
κοπλιμεντάρω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве