|
ложиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ложиться? — κατακλίνομαι как с (ново)греческого переводится слово κατακλίνομαι? — ложиться — λινοσέντονο — παντοδυναμία — βλάσφημος — αμπέλι — εφορεύω — άμβιξ — οδοντιατρείο — ψυχρόφιλος — πώς — αθόρυβος — ευκαμψία — ανταποδίδω — παρείσακτος — σιγαλός — μετεγγύηση — φλέκτης — λούτρολογικός — ρετουσάρω — γαϊδουριάρης — μακροπρόθεσμα — ανίσχυρος |
|||