|
η мамалыга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мамалыга? — μαμαλίγκα как с (ново)греческого переводится слово μαμαλίγκα? — мамалыга — ναζάκι — αρχιθησαυροφύλακας — εβδομηκονταετηρίδα — τσίφτικος — εξυπνοπούλι — ηλεκτροακτινολογία — σπανακόπιττα — βανάνα — φοοχτιά — δρακιά — θηριώδης — φιλδισένιος — ενδοθι — αναρίγημα — κωνοφόρος — ζεύω — όλως — εξαρτία — διδασκαλία — φιλεκπαιδευτικός — φύτρο |
|||