|
το пятёрка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятёрка? — πεντάρι как с (ново)греческого переводится слово πεντάρι? — пятёрка — ακανόνιστον — αντρόγυνο — γιαπιτζής — ειρεσία — μεσογειακός — μοντάρισμα — εξελλήνιση — γιορτή — αποικώ — λιοκρούζομαι — γκουστέρα — τσέργα — ίασμος — μεφίτις — αλλαξοπιστία — γνεύσιος — καντηλάκι — επικυρωμένος — άναρθρος — κοιτάμενος — γλυκομματιάζω |
|||