|
краденый, ворованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово краденый? — κλεψιμαίκος как на (ново)греческом будет слово ворованный? — κλεψιμαίκος как с (ново)греческого переводится слово κλεψιμαίκος? — краденый, ворованный — μειόκαινος — επιτροπεύσιμος — φτυώ — αδιαποίκιλτος — απεργάζομαι — πληγωμένος — συγκινούμαι — ολοκληρωματικός — βανάδιο — ατιμασμός — δανειακός — επιδεικνύω — γαληνός — κουτσάβλος — βουτρόφος — ημιόκλαση — επιστημονικώς — πουδράρισμα — λιόδεντρο — εγερσιμότητα — ανακατωσούρα |
|||