|
двугорбый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двугорбый? — δίυβος как с (ново)греческого переводится слово δίυβος? — двугорбый — κλαδευτήρι — κτένα — ουρμπανισμός — θρομβολυτικό — φυλαγμένος — απόσταν — σμηναγός — αναληθές — χώρος — ακέντριστος — γεραίρω — ιππεύτρια — τοπωνυμικό — συνυπαιτιότητα — ροσμαρίνι — δυναμιτιστής — προνεύω — μελιτώδης — αναγούλα — γαλατσόχορτο — γωνίωμα |
|||