Новогреческий словарь
κνημιαίος
κνημιαί|ος
анат.
берцовый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
берцовый
? —
κνημιαίος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κνημιαίος
? — берцовый
#
(ново)греческий словарь
—
ροφητός
—
απάνθησις
—
παραμαζεύομαι
—
επίθημα
—
σφάζω
—
μεγαλοκτηματίας
—
επιούσιος
—
σεισμογενής
—
λίτρο
—
σεκοντάρω
—
ταβερνίτσα
—
χωροφύλαξ
—
ασβεστοποιία
—
τάλε-κουάλε
—
αντικαθολικός
—
νεφρί
—
πανωβελονιά
—
εκπροσώπευση
—
δεκαετία
—
εξοντωτικός
—
αλλότυπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве