Новогреческий словарь
ενσώματος
ενσώματ|ος
имеющий плоть
;
~ον πράγμα — юр. вещь, предмет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
имеющий плоть
? —
ενσώματος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενσώματος
? — имеющий плоть
#
(ново)греческий словарь
—
ξυλοχρωστικός
—
αυτοκινητοδρόμιον
—
εμβρίθεια
—
αδιάζευκτος
—
ανεπιχείρητος
—
διαγκώνιση
—
σκάρτεμα
—
σουρωμένος
—
θαμπώνομαι
—
τσέπωμα
—
γαλέττα
—
φαλαινοθηρία
—
παραγέρασμα
—
αλευροσκώληξ
—
ειλωτεύω
—
μεταφέρνω
—
μονογλωσσία
—
διαυγάζω
—
Απρίλης
—
φυτευτήρι
—
κροταλίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве