|
безрогий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безрогий? — ακερος как с (ново)греческого переводится слово ακερος? — безрогий — τσίφτης — σάλιασμα — σπαθώδης — αρχαιοκάπηλος — δασός — ηχομετρία — βολιδωτός — γάστρι — επικρούω — κουρεμένος — ξεπαρθενεύω — αξανέμητος — ψησιά — μηχανοποιός — χειρόπτερα — προκάλυμμα — θαυμάστρια — ξάνθωμα — ξύλιασμα — προφέρνω — πεσκαδούρος |
|||