|
η страсть к охоте #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страсть к охоте? — φιλοθηρία как с (ново)греческого переводится слово φιλοθηρία? — страсть к охоте — λάξεμα — ακατάσχετος — στενομπόλι — ακροσυνάπτω — ανεκέφαλος — δυσεπηρέαστος — τείχιση — καβάλημα — αφάρμακος — δακτυλικά — ματαιόδοξος — αποχεριού — υποκαπνίζω — γαλατώνω — φιλοδωρώ — αναγάλλια — οικειοποίηση — γόγγρος — αξιόπιστο — κωλοβάρεμα — βαττόμετρο |
|||