|
η дикая мальва #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дикая мальва? — αμπελόχα как с (ново)греческого переводится слово αμπελόχα? — дикая мальва — αεροφαγία — μεγεθυντικός — αντικαλαισθητικός — λιθόσφαιρα — εξόδευση — επιμεταλλώνω — φλερτάρω — προγονισμός — αερότοπος — δηλοποιώ — βρίζα — κοντόκορμος — ανεπιστημονικά — πλυσταρειό — αισιοδοξώ — βαναυσότητα — αντιχαιρετώ — ψυχρομετρία — ξέπλεκος — δημοσιοποιούμαι — ζυγοστάθμηση |
|||