Новогреческий словарь
ελμινθοκτόνος
ελμινθοκτόν|ος
глистогонный
;
~ον φάρμακον — глистогонное средство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глистогонный
? —
ελμινθοκτόνος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελμινθοκτόνος
? — глистогонный
#
(ново)греческий словарь
—
χρωμοτυπογραφία
—
αμπερομετρικός
—
ανθοδεσία
—
κορεατικά
—
περιοδικό
—
πεταλουργείο
—
ακοόμετρο
—
γουσταδόρος
—
επισημείωση
—
αεροκατάποσις
—
μηχανότρατα
—
λάτρισσα
—
φιλιστρίνι
—
γλυστρίδα
—
μεγαλοδύναμος
—
περίσχεση
—
ξεσπάθωμα
—
φαγουλιονός
—
παντελόνι
—
υποστυλώνω
—
δίλεφτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве