Новогреческий словарь
επιτελείο
επιτελείο
το
штаб
;
γενικό ~ — генеральный штаб
;
~ πλοίου — офицерский состав корабля
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штаб
? —
επιτελείο
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιτελείο
? — штаб
#
(ново)греческий словарь
—
εμπυάζω
—
πρόσταγμα
—
διαπραγματευτικός
—
αντιχαριστικός
—
μαλάς
—
τράβηγμα
—
απίτουρος
—
στενοχωρούμαι
—
διάδρομος
—
διανυκτερεύων
—
τριγύρω
—
αλεξανδρινός
—
επίπασις
—
ποιητικότητα
—
κωπηλάτης
—
Λεττονή
—
σαραντίζω
—
ανοιχτοπράσινος
—
σουρομαλλιάζω
—
ψευτρού
—
ερωτηματολογικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве