|
(αόρ. διεπυθόμην) разузнавать, расспрашивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разузнавать? — διαπυνθάνομαι как на (ново)греческом будет слово расспрашивать? — διαπυνθάνομαι как с (ново)греческого переводится слово διαπυνθάνομαι? — разузнавать, расспрашивать — καλοπερνάω — προσκυνητρια — βιβλιοφυλάκιον — αλιπηγή — ξεκουτιαίνω — μικροβιομηχανία — μικροβισμός — γούστο — Ιανουάριος — ευκρασία — κουτσοδόντα — ανάκλαση — φονεύω — αμυαλιά — φοιτητικός — στίβος — απροσωπόληπτον — πεύκη — αντικαταναλωτικός — συριγματώδης — αρχειακός |
|||