Новогреческий словарь
τεμπεσίρι
τεμπεσίρι
το разг. 1)
мел
;
2)
выгодный кредит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мел
? —
τεμπεσίρι
как на
(ново)греческом
будет слово
выгодный кредит
? —
τεμπεσίρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
τεμπεσίρι
? — мел, выгодный кредит
#
(ново)греческий словарь
—
τετραπλάσιος
—
ανεξολόθρευτος
—
συναίσθηση
—
πετρελαιοκίνητος
—
νεροφείδα
—
αριστοκρατικότητα
—
κωνικός
—
κατρακύλι
—
πασπάτευμα
—
υπουρίδα
—
νοσηλευτικός
—
αναπτύσσω
—
αυτοσαρκαστικός
—
υπέχω
—
αναθεωρήσιμος
—
ξεσελώνω
—
απειράγαθος
—
δακτολιδάκι
—
κομψεπίκομψος
—
κολλημένος
—
απατίκωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве