Новогреческий словарь
στροφαλοφόρος
στροφαλοφόρ|ος
тех.
коленчатый
;
~ άξονας (или άτρακτος) — коленчатый вал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
коленчатый
? —
στροφαλοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
στροφαλοφόρος
? — коленчатый
#
(ново)греческий словарь
—
αγγελοκρουσμένος
—
απάλιωτος
—
ειλικρινής
—
φιλαλληλία
—
καρπολόγημα
—
αμφίθυρος
—
έθιμο
—
κόχιασμα
—
κρύσταλλος
—
μεταπολιτευτικός
—
άτονος
—
αιφνιδιαστικός
—
ελαστρον
—
οντουλάρω
—
λειώνω
—
πυραμιδοειδής
—
αποτεμαχίζω
—
γιάτρισσα
—
κορύφωμα
—
αντραλίζω
—
ρομαντισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве